- σαγρέ
- pütürüklü, pütür pütür
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
σαγρέ — το, και σαγρές, ο, Ν 1. είδος κατεργασμένου δέρματος από δορά ίππου ή όνου το οποίο είναι εύκαμπτο και αδιάβροχο και έχει επιφάνεια κοκκώδη 2. κοκκώδης επιφάνεια επιχρίσματος οικοδομής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sahre «βράχος»] … Dictionary of Greek
σαγρένιος — α, ο, Ν φτειαγμένος από σαγρέ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαγρέ + κατάλ. ένιος (πρβλ. μαρμαρ ένιος)] … Dictionary of Greek
σαγρές — ο, Ν βλ. σαγρέ … Dictionary of Greek